Μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, ακόμη και σε επίπεδο εξαγωγών, που στηρίζουν το εισόδημα χιλιάδων οικογενειών ανά την ελληνική επικράτεια, ανοίγονται για την εγχώρια μελισσοκομία, αν και δεν λείπουν τα προβλήματα που δυσχεραίνουν την άσκηση της δραστηριότητας.
Με εθνικό «κεφάλαιο» περίπου 1,5 εκατομμύρια κυψέλες, που κατανέμονται κυρίως στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, αλλά και την Κρήτη, το επάγγελμα αριθμεί υπό την «ομπρέλα» του σχεδόν 23-24.000 μελισσοκόμους.
«Οι επαγγελματίες, εκείνοι δηλαδή που ζουν αποκλειστικά με τη μελισσοκομία, είναι μεταξύ 4.000 και 5.000 Ελλήνων, ενώ οι υπόλοιποι είναι είτε ετεροαπασχολούμενοι, είτε ερασιτέχνες, οι οποίοι ενισχύουν το ετήσιο εισόδημά τους», επισημαίνει ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Παύλος Μπαγιάτης. Αποκαλύπτει, επίσης, πως το τελευταίο διάστημα, λόγω και της κρίσης, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των συμπολιτών μας, οι οποίοι σκέφτονται ή και επιχειρούν ήδη να δραστηριοποιηθούν στο χώρο της μελισσοκομίας. Συγκεκριμένα, επικαλείται το παράδειγμα του συλλόγου της Θεσσαλονίκης, στον οποίο ο αριθμός των μελών σε έναν μόλις χρόνο από τα 200 άτομα διπλασιάστηκε φθάνοντας στα 400. Η τάση εξακολουθεί να είναι αυξητική, καθώς «πολλοί, που είναι άνεργοι, παρασύρονται πιστεύοντας ότι μπορούν μέσα από τη μελισσοκομία, να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα».
Η ετήσια παραγωγή μελιού, παραδοσιακά, κυμαίνεται γύρω στους 12.000 τόνους, εκ των οποίων περί τους 4.000 – 5.000 τόνοι προωθούνται, μέσω εξαγωγών, προς τις αγορές του εξωτερικού. Κυριότεροι προορισμοί είναι οι χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόλπου, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γερμανία, αλλά και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Οι προοπτικές για το ελληνικό μέλι στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς πρόκειται για εξαιρετικής ποιότητας προϊόν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μπαγιάτης. Η φετινή χρονιά πάντως είναι από τις χειρότερες, αφού λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και των υψηλών θερμοκρασιών το καλοκαίρι, η μείωση της παραγωγής ενδέχεται να φθάσει στο 50%. Σε μεγάλο βαθμό, η δραστηριότητα της μελισσοκομίας καταφέρνει να διατηρείται σε τροχιά βιωσιμότητας, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της ετήσιας παραγωγής πωλείται απευθείας από τον παραγωγό στον καταναλωτή, χωρίς τη μεσολάβηση εμπόρου.
«Εάν ο παραγωγός αναλάβει να το πουλήσει ο ίδιος, η τιμή του μελιού κυμαίνεται στα 7-8 ευρώ ανά κιλό, ενώ στην περίπτωση που η πώληση γίνεται στον έμπορο, ο παραγωγός παίρνει στο χέρι περίπου 3 ευρώ το κιλό» τονίζει ο κ. Μπαγιάτης, θυμίζοντας ότι το μέλι στο ράφι του σούπερ μάρκετ φτάνει στα 14 ή και 15 ευρώ το κιλό.
Για να είναι μια εκμετάλλευση βιώσιμη, προϋποθέτει περίπου 200 κυψέλες, διότι το κόστος είναι υψηλό, αφού συχνά – πυκνά ο μελισσοκόμος υποχρεώνεται να μεταφέρει τα μελίσσια του σε διαφορετικά μέρη της χώρας, ώστε να βρίσκουν τροφή. Η παραγωγή ανά κυψέλη «παίζει» μεταξύ 10 και 20 κιλών ετησίως, με το ζενίθ της απόδοσης να το «πιάνουν» συνήθως οι επαγγελματίες μελισσοκόμοι.
Αθρόες εισαγωγές
Στον κλάδο της μελισσοκομίας, ωστόσο, δεν είναι όλα… μέλι – γάλα.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι οι αθρόες εισαγωγές μελιού από χώρες όπως η Αργεντινή, η Κίνα, η Ισπανία, αλλά και η γειτονική Βουλγαρία, το οποίο «βαφτίζεται» ελληνικό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι συγκεκριμένες ποσότητες ξεπερνούν τους 4.000 τόνους μελιού ετησίως, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελληνικού μελιού και να προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός στο θέμα της τιμής, αποκαρδιώνοντας τους παραγωγούς που δεν μετέρχονται τέτοιων μέσων.
«Ζητούμε την προστασία της επίσημης πολιτείας» υπογραμμίζει ο κ. Μπαγιάτης και αποκαλύπτει ότι γίνονται προσπάθειες, προκειμένου να αναγράφεται υποχρεωτικά στις ετικέτες των συσκευασιών μελιού, η χώρα από την οποία προέρχεται το προϊόν και όπως επισημαίνει ο ίδιος «είμαστε κοντά στο να το επιτύχουμε».
Aπό το agrofasma.gr
Με εθνικό «κεφάλαιο» περίπου 1,5 εκατομμύρια κυψέλες, που κατανέμονται κυρίως στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, αλλά και την Κρήτη, το επάγγελμα αριθμεί υπό την «ομπρέλα» του σχεδόν 23-24.000 μελισσοκόμους.
«Οι επαγγελματίες, εκείνοι δηλαδή που ζουν αποκλειστικά με τη μελισσοκομία, είναι μεταξύ 4.000 και 5.000 Ελλήνων, ενώ οι υπόλοιποι είναι είτε ετεροαπασχολούμενοι, είτε ερασιτέχνες, οι οποίοι ενισχύουν το ετήσιο εισόδημά τους», επισημαίνει ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Παύλος Μπαγιάτης. Αποκαλύπτει, επίσης, πως το τελευταίο διάστημα, λόγω και της κρίσης, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των συμπολιτών μας, οι οποίοι σκέφτονται ή και επιχειρούν ήδη να δραστηριοποιηθούν στο χώρο της μελισσοκομίας. Συγκεκριμένα, επικαλείται το παράδειγμα του συλλόγου της Θεσσαλονίκης, στον οποίο ο αριθμός των μελών σε έναν μόλις χρόνο από τα 200 άτομα διπλασιάστηκε φθάνοντας στα 400. Η τάση εξακολουθεί να είναι αυξητική, καθώς «πολλοί, που είναι άνεργοι, παρασύρονται πιστεύοντας ότι μπορούν μέσα από τη μελισσοκομία, να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα».
Η ετήσια παραγωγή μελιού, παραδοσιακά, κυμαίνεται γύρω στους 12.000 τόνους, εκ των οποίων περί τους 4.000 – 5.000 τόνοι προωθούνται, μέσω εξαγωγών, προς τις αγορές του εξωτερικού. Κυριότεροι προορισμοί είναι οι χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόλπου, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γερμανία, αλλά και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Οι προοπτικές για το ελληνικό μέλι στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς πρόκειται για εξαιρετικής ποιότητας προϊόν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μπαγιάτης. Η φετινή χρονιά πάντως είναι από τις χειρότερες, αφού λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και των υψηλών θερμοκρασιών το καλοκαίρι, η μείωση της παραγωγής ενδέχεται να φθάσει στο 50%. Σε μεγάλο βαθμό, η δραστηριότητα της μελισσοκομίας καταφέρνει να διατηρείται σε τροχιά βιωσιμότητας, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της ετήσιας παραγωγής πωλείται απευθείας από τον παραγωγό στον καταναλωτή, χωρίς τη μεσολάβηση εμπόρου.
«Εάν ο παραγωγός αναλάβει να το πουλήσει ο ίδιος, η τιμή του μελιού κυμαίνεται στα 7-8 ευρώ ανά κιλό, ενώ στην περίπτωση που η πώληση γίνεται στον έμπορο, ο παραγωγός παίρνει στο χέρι περίπου 3 ευρώ το κιλό» τονίζει ο κ. Μπαγιάτης, θυμίζοντας ότι το μέλι στο ράφι του σούπερ μάρκετ φτάνει στα 14 ή και 15 ευρώ το κιλό.
Για να είναι μια εκμετάλλευση βιώσιμη, προϋποθέτει περίπου 200 κυψέλες, διότι το κόστος είναι υψηλό, αφού συχνά – πυκνά ο μελισσοκόμος υποχρεώνεται να μεταφέρει τα μελίσσια του σε διαφορετικά μέρη της χώρας, ώστε να βρίσκουν τροφή. Η παραγωγή ανά κυψέλη «παίζει» μεταξύ 10 και 20 κιλών ετησίως, με το ζενίθ της απόδοσης να το «πιάνουν» συνήθως οι επαγγελματίες μελισσοκόμοι.
Αθρόες εισαγωγές
Στον κλάδο της μελισσοκομίας, ωστόσο, δεν είναι όλα… μέλι – γάλα.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι οι αθρόες εισαγωγές μελιού από χώρες όπως η Αργεντινή, η Κίνα, η Ισπανία, αλλά και η γειτονική Βουλγαρία, το οποίο «βαφτίζεται» ελληνικό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι συγκεκριμένες ποσότητες ξεπερνούν τους 4.000 τόνους μελιού ετησίως, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελληνικού μελιού και να προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός στο θέμα της τιμής, αποκαρδιώνοντας τους παραγωγούς που δεν μετέρχονται τέτοιων μέσων.
«Ζητούμε την προστασία της επίσημης πολιτείας» υπογραμμίζει ο κ. Μπαγιάτης και αποκαλύπτει ότι γίνονται προσπάθειες, προκειμένου να αναγράφεται υποχρεωτικά στις ετικέτες των συσκευασιών μελιού, η χώρα από την οποία προέρχεται το προϊόν και όπως επισημαίνει ο ίδιος «είμαστε κοντά στο να το επιτύχουμε».
Aπό το agrofasma.gr